Καλή σας μέρα αγαπητοί αναγνώστες,
Oι Γείτονες σας χαιρετούν!
Ξεκινώντας ας συμφωνήσουμε στην εξής συνομωσία. Ας υποθέσουμε πως εκπέμπουμε στα fm της φαντασίας, και πώς τώρα, αυτή τη στιγμή ευθύς αμέσως, σας υποδεχόμαστε στην γραπτή μας εκπομπή, που έχει τη μορφή newsletter.
Καλώς ορίσατε λοιπόν στα δακτυλογραφημένα μας ραδιοκύματα.
Εκπέμπουμε προς εσάς, στην ραδιοαλληλογραφία μας, ένα ψηφιδωτό από κομματάκια, λάμψεις και ροκανίδια που ενστικτωδώς εμπιστευόμαστε να μας δείξουν τον δρόμο, προς την καρδιά του “ΚΡΑΚ” (του νέου μας δίσκου).
Έτσι, συντονίζουμε τις κεραίες μας και σας στέλνουμε αυτά τα θραύσματα από έργα άλλων, με την ελπίδα να σας φτάσουν και κάτι να σας ψιθυρίσουν (όπως σε εμάς) μέχρι να μοιραστούμε μαζί σας το δικό μας (θραυσματικό κι αυτό) έργο.
Ακριβώς από κάτω θα βρείτε μια playlist και μερικές φράσεις που συγκροτούν την αναγνωστική μας εκπομπή.
Μπορείτε να τα ακούσετε ανακατεμένα, να τα διαβάσετε διαγώνια, να επιστρέψετε σε αυτό το μήνυμα, να μην το ανοίξετε ποτέ, να διαβάσετε ή τραγουδήσετε φωναχτά αποσπάσματα, να μας στείλετε τις σκέψεις σας, να απεγγραφείτε από το newsletter μας, να ακούσετε τις μουσικές κάνοντας μπάνιο, βολτάροντας ή πλένοντας τα πιάτα!
Σύντομα, θα είμαστε κοντά σας με υλικό από τον δίσκο.
Ως τότε, καλή ακρόαση, καλή ανάγνωση από εμάς!
Σοφία Ιωάννου
Σταύρος Ρουμελιώτης
Ο πιο στέρεος δοξασμός του γήινου έρωτα μπορούμε να πούμε ότι είναι η φράση του Προυστ που τον ορίζει ως "χώρο και χρόνο αισθητού στην καρδιά". Το πρόσωπο που αγαπάμε είναι πάντα διασπαρμένο μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Τα στοιχεία του έρωτα είναι σποράδες. Δρόμοι, σπίτια, φωνές, ξενύχτια, μεθύσια, συναντήσεις, συμπλοκές, βιαιότητες και θηριωδίες. Αυτή είναι η αγάπη, όχι η υπέρβασή της στο ιδεατό, αλλά μια έκσταση προς τα κάτω.
Ίμερος και Κλινοπάλη, Κωστής Παπαγιώργης
Στη δική μας βεβαιότητα της μεγάλης συνάντησης πεθαμένοι δεν υπάρχουν γιατί ο καθένας είναι ελεύθερος να γίνει αυτό πού θέλει πουλί, φύλλο, δάκρυ, άνεμος, ομίχλη, έρωτας, αστέρι, Θεός δια μέσου της ενδόμυχης σχέσης μας.
Αντίο Ανατολή, Σταύρος Τορνές
Στην ανάμνηση του, παραμένει κανείς αυτός που βαδίζει, η ανάμνηση μετατρέπει τα πάντα σε ένα πέρασμα- αλλά πώς ήταν όταν περίμενε κι όταν δεν είχε προφτάσει, πώς ήταν όταν δεν ήξερε παρακάτω; Η ανάμνηση σιωπά για όλα αυτά.
*
Τίποτα πιο βασανιστικό απ’ το να μένεις μόνος σου στην άκρη ενός διαλόγου.
- Η αφιέρωση, Μπότο Στράους
Οι Φάμα για τη συντήρηση των αναμνήσεων τους χρησιμοποιούν την ταρίχευση με τον εξής τρόπο: Αφού εμβαπτίσουν την ανάμνηση, που την έχουν μη στάξει και μη βρέξει, στο υγρό, την τυλίγουν απ' την κορφή μέχρι τα νύχια σ' ένα μαύρο σεντόνι και τη στήνουν στον τοίχο του σαλονιού με μια καρτελίτσα που γράφει: "Εκδρομή στο Κίλμες" ή "Φρανκ Σινάτρα".
Αντίθετα, οι Κρονόπιο, αυτά τα ακατάστατα και αμελή όντα, αφήνουν ελεύθερες τις αναμνήσεις μέσα στο σπίτι ανάμεσα σε χαρούμενες κραυγές, κι εκείνες τριγυρίζουν μέσα στα πόδια τους κι όταν καμιά περνάει τρέχοντας την αγκαλιάζουν τρυφερά και της λένε: "Σιγά, θα χτυπήσεις" ή "Πρόσεξε τις σκάλες". Γι' αυτό τα σπίτια των Φάμα είναι τακτοποιημένα κι ήσυχα, ενώ στα σπίτια των Κρονόπιο επικρατεί μεγάλη φασαρία κι οι πόρτες βροντάνε. Οι γείτονες πάντοτε παραπονιούνται για τους κρονόπιο, κι οι Φάμα κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι τους και πηγαίνουν να δούνε αν όλες οι ετικέτες είναι στη θέση τους.
Ιστορίες Κρονόπιο και Φάμα, Χούλιο Κορτάζαρ
Φωταγωγημένη μνήμη, στοά όπου περιφέρεται η σκιά αυτού που περιμένω.
Δεν είναι αλήθεια οτι θα ‘ρθει. Δεν είναι αλήθεια οτι δεν θα ‘ρθει.
*
Αγκαλιάζοντας την σκιά σου σ' ενα όνειρο τα οστά μου κύρτωσαν σαν τα λουλούδια.
Αλεχάντρα Πισαρνίκ
Οι άνθρωποι μένουν πολύ λίγο μαζί, ελάχιστα, ξοδεύοντας όλο τον υπόλοιπο χρόνο που βρίσκονται τυχαία στο ίδιο μέρος με το να θυμούνται τις εποχές που ήταν μαζί.
Υπόθεση Μπεστ Σελερ, Χρήστος Βακαλόπουλος
Οι ερωτικές επιστολές των αγαπημένων
μπορούν να περιγράψουν τη στιγμή
που δυο δελφίνια συναντιούνται πάνω απ' το νερό
οι υπόλοιποι κρυφοκοιτάμε με θάμβος αυτή τη στιγμή
για τη συνάντηση κάτω απ' το νερό, ευτυχώς
δε μπορούν να μιλήσουν ούτε τα ίδια τα δελφίνια
κι αυτή την ανημπόρια μην την υποτιμάτε
είναι ο σημαντικότερος λόγος της συνάντησης
*
Ας το πούμε ανοικτά:
Ό,τι ήταν να γίνει δεν έγινε κι ούτε ποτέ θα γίνει.
Μην κλαις, συγύριζε σχολαστικά το χαλί όπου θα ρθουν να φωτογραφηθούν οι ευτυχισμένοι.
Ίδρυσε μια γέφυρα όπου κάθε μέρα τη συγκεκριμένη ώρα θα τρως το καντήλι-καλαμπόκι.
*
λέμε σε κάποιον σ' αγαπώ προσπαθώντας ν' ανταλλάξουμε την αιώνια λύπη που μας συντροφεύει από την ανάγνωση των πρώτων μας βιβλίων
Γιώργος Ευθυμίου
Πώς ανακαλείς εκείνο που οφείλεις να ξεχάσεις;
Κλαρίσε Λισπέκτορ
Προσπάθησα πάλι να τον ανακαλέσω σήμερα τα χαράματα, κοιτάζοντας όχι τον κήπο, αλλά το μπροστινό μπαλκόνι, τον ορίζοντα. Θέλησα να τον φέρω για λίγες στιγμές πίσω, γιατί φαίνεται πως ακόμα πιστεύω ότι κρατάει μια απάντηση κρυμμένη στο μανίκι του. Ύστερα τον ξέχασα όταν ο ορίζοντας ρόδισε. Κι ύστερα ξαφνιάστηκα γιατί ένα τηλέφωνο χτύπησε τρείς φορές μέσα στο σώμα μου, στην αριστερή πλευρά, κοντά στην καρδιά μου. Έξω από το σώμα μου το φως γεννιόταν, η μέρα ξαναγεννιόταν ήδη φτωχή από κάτι.
Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος, Μαρία Μήτσορα
ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου
ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου
ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ
62ος Ψαλμός του Δαυίδ
Θα γεμίσουμε το σπίτι με βιβλία και παιχνίδια και θα κλάψουμε γοερά σαν να μας ξέχασαν στην παιδική χαρά.
*
Πετρέλαιο, λάσπη όταν το πλησιάζεις, άμμος όταν το πλησιάζεις, βούρκος που γίνεται μετάξι όταν τον σιγοπίνεις.
Μου λείπει τόσο που θα ήθελα να της φτιάξω ένα μνημείο τριάντα μέτρα ψηλό με τα ίδια μου τα χέρια. Θα ήθελα να τη βλέπω να κάθεται σε έναν τεράστιο πέτρινο θρόνο στο κέντρο του Χάιντ Παρκ και να ατενίζει το τοπίο. Όλοι οι περαστικοί θα καταλάβαιναν πόσο μου λείπει. Πόσο η έλλειψη είναι σωματική. Μου λείπει τόσο, είναι μια τεράστια ολόχρυση στήλη, μια αίθουσα συναυλιών, μια χιλιάδα δέντρων, μια λίμνη, εννέα χιλιάδες λεωφορεία, ένα εκατομμύριο αυτοκίνητα, είκοσι εκατομμύρια πουλιά κι ακόμα παραπάνω. Ολόκληρη η πόλη είναι η έλλειψή της.
Μπλιαχ, είπε το κοράκι, όταν μιλάς ακούγεσαι σαν μαγνητάκι ψυγείου.
*
To όριο ανάμεσα στην φαντασία μου και τον πραγματικό κόσμο ήταν πολύ μικρό και ο κόσμος μου μιλούσε για λελογισμένο φόρτο εργασίας και για περίοδο ανάρρωσης και για υγιείς εμμονές. Πολλοί μου έλεγαν "χρειάζεσαι χρόνο" ενώ εγώ χρειαζόμουν Σαίξπηρ, Ιμπν Αραμπί, Σοστακόβιτς, Χάουλιν Γούλφ.
H θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά, Max Porter
Ανταμώσαμε χτες
Απ’ την τσέπη μου
Έβγαζα ένα ποίημα που ‘χα γράψει για σένα
Να στο διαβάσω
Όταν με ρώτησες τι ειν’ αυτό
Τίποτα σου είπα, κάποιου φίλου η διεύθυνση
Ψάχνω το σπίτι του.
Γράμμα, Ορχάν Βελί Κανίκ
προστατεύω τον εαυτό μου κρυμμένος
πίσω από ένα βουνό από βιβλία
η γαλήνη τους δεν απαιτεί τίποτα
σε επιστροφή
υπάρχουν εκεί ζωντανά και είναι
διαθέσιμα ορθάνοικτα
φιλικά για τον καθένα
ακριβώς το αντίθετο απ ότι είναι
συνήθως οι άνθρωποι
Bo Carpelan
Η Θεσσαλονίκη με κίτρινα φώτα.
Η θάλασσα της Θεσσαλονίκης είναι νεκρή. Γκρι μωβ. Το σαλόνι του Mediterranee ήταν, χωρίς λόγο , φωτισμένο. Τα σπίτια που είχαν πένθος ήταν άπλετα φωτισμένα και είχαν μαύρες διαγώνιες γκρο κορδέλες πάνω στους πίνακες και στους καθρέφτες. Η Διαγώνιος δεν υπήρχε. Στην θέση της υπήρχαν άλλοι δρόμοι, που έβγαζαν περίπου στα ίδια σημεία και ο δρόμοι αυτοί δεν είχαν όνομα. Στην παραλία όλα τα κέντρα ήταν καφενεία. Σερβίριζαν αλμυρό νερό και παξιμάδι. Κατεβήκαμε τη σκάλα που κατέληγε στη θάλασσα και βρεθήκαμε μες στο νερό που ήταν γκρι, ίδιο χρώμα με τα σύννεφα του πρωινού. Πιαστήκαμε με πείσμα από το χέρι, εγώ το δεξί, εσύ το αριστερό, μέχρι που πνιγήκαμε.
Υδράργυροι, Λουκιανός Κηλαηδόνης
Η Συκιά μου γύρισε την πλάτη, ξέρει ότι την ξέχασα, την κοιτώ και δεν μου θυμίζει τίποτα, προσπαθώ να ανακαλέσω μέσα μου την εγγύτητα η οποία πνέει τα λοίσθια και την θέση της πήρε η ανάμνηση, σαν κάποιος να μου τη διηγήθηκε κι εγώ προσπαθώ να την ανακαλέσω, να νοηματοδοτήσω ένα καρποφόρο δέντρο που τώρα μου φαίνεται εντελώς απόμακρο και ξένο, ένα δέντρο που κάποτε φώτισε τον θεοσκότεινο δρόμο της ίασης, έγινε φίλος, κίνηση, το ημερολόγιο μιας μακράς διήγησης που μόνη εγώ αφηγήθηκα κάποτε -όχι παλιά, μάλλον πολύ πρόσφατα- στο κομμάτι της ψυχής μου που στέκει ακριβώς απέναντι, και ζητά εξηγήσεις, ελαφρυντικά, νηνεμία, χαρά. Στέκομαι ξανά στο ίδιο σημείο και η αίσθηση έχει πλεύσει κι ούτε την είδα να απομακρύνεται, με το χέρι στη καρδιά το λέω, δεν λυπάμαι μόνο στέλνω ρεύμα στο σημείο της καρδιάς που παραμέλησα και το ζεσταίνω απ’ την αρχή, αλλιώς, και το προετοιμάζω για κάτι που δεν γνωρίζω, και το αφήνω εκεί να δει την Πανσέληνο, να φάει το φαΐ του, να κάνει κούνια στην αυλή του.
Σοφία Ιωάννου